λαρυγγόφωνος

λαρυγγόφωνος
ος, ο[ν]
1) гортанный (о звуке); 2) с горанным голосом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λαρυγγόφωνος" в других словарях:

  • λαρυγγόφωνος — sounding from the throat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρυγγόφωνος — ή, ο (Α λαρυγγόφωνος, ον) 1. αυτός που η φωνή του λαρυγγίζει 2. αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» οι λαρυγγικοί φθόγγοι) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λαρυγγόφωνο τεχνολ. μικροφωνική συσκευή που εφαρμόζεται εξωτερικά στον… …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγόφωνος — η, ο αυτός που έχει λαρυγγική φωνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγόφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή, η οποία εφάπτεται στον λαιμό του ανθρώπου. Κατ’ αντιστοιχία με τον λάρυγγα μετατρέπει τους παλμούς που παράγονται από τις φωνητικές χορδές σε ανάλογα διαμορφωμένο ηλεκτρικό ρεύμα. Κατόπιν η ανθρώπινη φωνή αναπαράγεται… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • ԿՈԿՈՐԴԱԽՕՍ — ( ) NBH 1 1110 Chronological Sequence: 8c ա. λαρυγγόφωνος ex gutture vocem fundens. Որ ʼի կոկորդէ խօսի. հագագային. խոշորաձայն. պօղազէն ձան հանօղ. *Ստեղծ զնշանագիրս՝ կոկորդախօս, Խժական գարգարացւոց լեզուին. Խոր. ՟Գ. 54 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»